σταφιδόπανο

σταφιδόπανο
το
πανί για το σκέπασμα της σταφίδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταφιδόπανο — το, Ν χοντρό πανί για το σκέπασμα τού καρπού τής σταφίδας που είναι απλωμένη για ξήρανση, σε περίπτωση βροχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”